ἑλλανοδίκης

ἑλλανοδίκης
ἑλλᾱνοδίκης , ἑλλανοδίκας
masc nom sg
ἑλλᾱνοδίκης , ἑλλανοδικέω
to be a judge at the games
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ελλανοδίκης — ο (Α ἑλλανοδίκης, ο συνηθ. στον πληθ. ἑλλανοδίκαι και ἑλληνοδίκαι) νεοελλ. μέλος ελλανόδικης επιτροπής, κριτής αγώνων αρχ. 1. κριτής τών ολυμπιακών αγώνων 2. οι άρχοντες, κριτές που επόπτευαν τους αγώνες στα Νέμεα και στην Επίδαυρο 3. στρατοδίκες …   Dictionary of Greek

  • ελλανοδίκης — ο μέλος της κριτικής επιτροπής οποιουδήποτε αγώνα, αγωνοδίκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἑλλανοδίκης — Ἑλλανοδικέω to be a judge at the games imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς …   Dictionary of Greek

  • ελλανοδικώ — ἑλλανοδικῶ ( έω) (Α) είμαι ελλανοδίκης …   Dictionary of Greek

  • πρωτελληνοδίκης — ὁ, Α ο επικεφαλής τών ελλανοδικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἑλληνοδίκης / ἑλλανοδίκης] …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”